- όρισμα
- το (Α ὅρισμα, ιων. τ. οὔρισμα) [ορίζω]νεοελλ.φρ. «όρισμα μιγαδικού αριθμού»μαθημ. η γωνία η οποία σχηματίζεται μεταξύ τού άξονα τών πραγματικών αριθμών και τής ακτίνας που συνδέει την αρχή τών ορθογώνιων συντεταγμένων με ένα σημείο τού επιπέδου το οποίο παριστάνει τον μιγαδικό αριθμόαρχ.1. όριο, σύνορο2. (κατά τον Ησύχ.) «ὅρισμαστήριγμα ἢ ὅρος»3. παροιμ. «Μυσῶν καὶ Φρυγῶν ὁρίσματα» — λεγόταν σχετικά με αμφισβητούμενα πράγματα.
Dictionary of Greek. 2013.