όρισμα

όρισμα
το (Α ὅρισμα, ιων. τ. οὔρισμα) [ορίζω]
νεοελλ.
φρ. «όρισμα μιγαδικού αριθμού»
μαθημ. η γωνία η οποία σχηματίζεται μεταξύ τού άξονα τών πραγματικών αριθμών και τής ακτίνας που συνδέει την αρχή τών ορθογώνιων συντεταγμένων με ένα σημείο τού επιπέδου το οποίο παριστάνει τον μιγαδικό αριθμό
αρχ.
1. όριο, σύνορο
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὅρισμα
στήριγμα ἢ ὅρος»
3. παροιμ. «Μυσῶν καὶ Φρυγῶν ὁρίσματα» — λεγόταν σχετικά με αμφισβητούμενα πράγματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὅρισμα — boundary neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐρίσματα — ὅρισμα boundary neut nom/voc/acc pl (ionic) οὔρισμα boundary line neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὔρισμα — ὅρισμα boundary neut nom/voc/acc sg (ionic) οὔρισμα boundary line neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρισμάτων — ὅρισμα boundary neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρίσμασι — ὅρισμα boundary neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρίσματα — ὅρισμα boundary neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρίσματος — ὅρισμα boundary neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορίσμιος — ὁρίσμιος, ον (Α) [όρισμα] (σχετικά με αριθμό) πεπερασμένος …   Dictionary of Greek

  • ούρισμα — οὔρισμα, τὸ (Α) ιων. τ. βλ. όρισμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”